#jsddm { margin: 0; padding: 15px; z-index:1000000000; position:relative; } #jsddm li { float: left; list-style: none; font: 12px Tahoma, Arial; } #jsddm li a { display: block; white-space: nowrap; margin:1px 3px; border: 1px solid #AAAAAA; background: #440909; background: -webkit-gradient(linear, left top, left bottom, from(#F75A5A), to(#440909)); background: -moz-linear-gradient(top, #F75A5A, #440909); padding: 5px 10px; -webkit-border-radius: 5px; -moz-border-radius: 5px; border-radius: 5px; text-shadow: #ffffff 0 1px 0; color: #F1B6B6; font-size: 15px; font-family: Helvetica, Arial, Sans-Serif; text-decoration: none; vertical-align: middle; } #jsddm li a:hover { background: #861717; } #jsddm li ul { margin: 0; padding: 0; position: absolute; visibility: hidden; border-top: 1px solid white; } #jsddm li ul li { float: none; display: inline; } #jsddm li ul li a { width: auto; background: #863D3D; } #jsddm li ul li a:hover { background: #863D3D;

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019


Γιορτινές ιστορίες!

Το ταξίδι του Τζάκη

   Ο Τζάκης είναι ένα αδυνατούλι μαυριδερό καλικατζαράκι. Του αρέσει να κάνει σκανδαλιές αλλά πιο παιχνιδιάρικες από τους υπόλοιπους. Για παράδειγμα μπερδεύει τις κάλτσες στο συρτάρι ή τα παπούτσια μεταξύ τους μα δεν χύνει το αλεύρι στην κουζίνα ή δεν κρεμάει κουταλάκια στη γάτα του σπιτιού, όπως κάνουν συνήθως τα καλικαντζαράκια.
Τα φετινά Χριστούγεννα αποφάσισε να βγει μόνος του για πειράγματα. Δεν άντεχε τη φασαρία που δημιουργούσαν οι φίλοι του. Και κείνοι, όμως, δήλωσαν ότι δεν τον ήθελαν πια μαζί τους γιατί ήταν όλο μη και μη σε ό,τι προσπαθούσαν να κάνουν.
Περπατούσε αμέριμνος μέσα στο δάσος και σκεφτόταν ποιο μονοπάτι να ακολουθήσει.
Αυτό που οδηγεί στο χωριό ή το άλλο που πήγαινε στη λιμνούλα με τις πάπιες;
«Θα πάω να πειράξω λιγάκι τις πάπιες μέχρι να νυχτώσει και μετά θα προχωρήσω προς το χωριό» σκέφτηκε.
Πλησίασε σιγά – σιγά στη λίμνη και βούτηξε μέσα με φόρα για να τρομάξει τις πάπιες και να σηκωθούν ψηλά. Του άρεσε ο θόρυβος που έκαναν με το πέταγμά τους. Μα παρ’ όλη τη φασαρία που έκανε ο Τζάκης,  οι πάπιες δεν φοβήθηκαν. Καμία δεν κουνήθηκε από τη θέση της.
«Μάλλον είμαι πολύ αδύνατος και περνάω εντελώς απαρατήρητος. Τι κρίμα» συλλογίστηκε.

Παρατήρησε ότι οι πάπιες ήταν προσηλωμένες σε κάτι. Πήγε πιο κοντά και είδε μία από αυτές να έχει γύρω από το λαιμό της μια πλαστική σακούλα, που σχεδόν την έπνιγε. Τραβούσε απεγνωσμένα να την βγάλει αλλά σφιγγόταν περισσότερο. Προσπαθούσαν και οι υπόλοιπες να τη βοηθήσουν αλλά δεν μπορούσαν.
Ο Τζάκης άπλωσε απαλά το χέρι του και έβγαλε τη σακούλα από το λαιμό της πάπιας. Όλες μαζί πέταξαν όχι από φόβο αλλά από χαρά. Έκαναν ένα κύκλο και γύρισαν πλάι στο Τζάκη. Εκείνος, αρχικά τρόμαξε αλλά μετά ένιωσε όμορφα και έπαιξε μαζί τους μέχρι που νύχτωσε.
Μουσκεμένος από το παιχνίδι μέσα στη λίμνη τράβηξε κατά το χωριό. Στην άκρη είδε μια καμινάδα να καπνίζει. Εδώ είναι καλά, σκέφτηκε. Θα μπω να ζεσταθώ, να φάω κάτι και να κάνω τις σκανταλιές μου σαν καλό καλικατζαράκι.
Τρύπωσε μέσα από μια χαραμάδα που είχε το παραθύρι, τόσο αδυνατούλης ήταν, και τράβηξε για την κουζίνα. Θα έτρωγε ότι έβρισκε. Η κοιλιά του γουργούριζε από την πείνα. Άρχισε χοροπηδώντας να ανοίγει τα ντουλάπια και να ψάχνει μα ήταν όλα άδεια.
«Τι στο καλό, δεν έχουν τίποτα φαγώσιμο σε αυτό το σπίτι».
Ένα βογγητό από το μέσα δωμάτιο τον τρόμαξε και κρύφτηκε πίσω από μια καρέκλα. Παραφύλαξε μην μπει κάποιος  και τον δει αλλά κανένας δεν φάνηκε. Σηκώθηκε και συνέχισε να ψάχνει για φαγητό. Τίποτα. Απογοητευμένος κάθισε στο πάτωμα. Δεν είχε όρεξη ούτε για σκανδαλιές. Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, πόσο μάλλον νηστικό καλικατζαράκι.
Ξεκίνησε να φύγει για άλλο σπίτι όταν άκουσε ξανά το βογγητό. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα και κρύφτηκε από πίσω. Περίμενε λίγο μα δε φάνηκε κανείς.  Ποιος βογκούσε, άραγε; Τον «έτρωγε» η περιέργεια. Πατώντας στις μύτες των ποδιών προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού. Στο βάθος του δωματίου, πλάι στο σβησμένο πια τζάκι, ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ μια γριούλα. Φαινόταν εξουθενωμένη και άρρωστη.
Ο Τζάκης στράφηκε προς την έξοδο αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τη γιαγιούλα σε αυτήν την κατάσταση. Θα ξύλιαζε από το κρύο και θα πέθαινε από την πείνα. Ποιος ξέρει πόσες μέρες είχε να φάει. Χωρίς πολλή σκέψη βγήκε έξω και μάζεψε ξύλα, λεπτά κλαδιά και πιο χοντρά. Τα έβαλε στο τζάκι και άναψε φωτιά. Ένα όμορφο φως έλουσε το δωμάτιο. Η θαλπωρή απλώθηκε παντού.
Γρήγορα – γρήγορα  βγήκε ξανά έξω. Άρχισε να κοιτά δεξιά κι αριστερά. Σαν σβούρα στριφογύρισε στο κτήμα της γιαγιάς. Μάζεψε λίγες πατάτες, καρότα και κρεμμυδάκια που βρήκε στο λαχανόκηπο, πήγε στο στάβλο και έριξε λίγο φαγητό στις κατσίκες και στην αγελάδα, η οποία ικανοποιημένη κάθισε πρόθυμα να της αρμέξει το γάλα της.
Με γεμάτα χέρια μπήκε στην κουζίνα.  Σε λίγη ώρα καθόταν γονατιστός πλάι στη γιαγιά και την τάιζε τη σούπα που μαγείρεψε. Ήταν συνταγή της μαμάς του, του την έφτιαχνε όταν ήταν άρρωστος.
Αφού έφαγε η γιαγιά, ο Τζάκης, με γρήγορες κινήσεις, καθάρισε το σπίτι, έβαλε κι άλλα ξύλα στο τζάκι και άφησε ένα ποτήρι ζεστό γάλα στο τραπεζάκι, δίπλα στον καναπέ.
Τώρα μπορούσε να φύγει. Σε λίγο ξημέρωνε και δεν έχει κάνει καμία σκανδαλιά. Δεν θα έχει τι να διηγηθεί όταν επιστρέψει και θα τον κοροϊδεύουν τα καλικαντζαράκια.
Άνοιξε την εξώπορτα, έριξε μια τελευταία ματιά στη γιαγιά, που κοιμόταν χαμογελαστή, και προχώρησε προς το χωριό.
Είχε αποφασίσει να μπει στο πρώτο σπίτι που θα συναντούσε και να τα κάνει όλα άνω – κάτω.
Δεν πρόλαβε να κάνει τρία βήματα και άκουσε ένα τεράστιο θόρυβο. Γύρισε τρομοκρατημένος. Του φάνηκε σαν κάτι βαρύ να έπεσε από τον ουρανό και σύρθηκε με φόρα στη γη.
«Κάποιο μεγάλο πουλί  θα είναι» σκέφτηκε «ή και αεροπλάνο». Έτρεξε προς το σημείο που ακούστηκε ο θόρυβος και τι να δει. Ένας τεράστιος τάρανδος  προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του αλλά έπεφτε συνέχεια στο έδαφος. Πήγε κοντά του. Ούτε αυτόν τον τρόμαξε. «Μα γιατί περνάω τόσο απαρατήρητος;» σκέφτηκε στεναχωρημένος.
 Βοήθησε τον τάρανδο να σηκωθεί και πρόσεξε ότι δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του. Τον ακούμπησε απαλά στο έδαφος και πήγε προς το δάσος. Σε λίγα λεπτά γύρισε κρατώντας δύο όμοια κλαδιά. Έσκυψε πλάι στον τάρανδο και στερέωσε τα κλαδιά δεξιά και αριστερά από το πονεμένο πόδι του. Έσκισε μια λωρίδα από το πουκάμισο του και τύλιξε σφικτά τα κλαδιά.
Με μια κίνηση ο τάρανδος σηκώθηκε όρθιος. Έδειχνε να πονάει αλλά δεν φαινόταν διατεθειμένος να παραμείνει άλλο. Με την κίνηση του κεφαλιού ζήτησε από το Τζάκη να ανέβει στη ράχη του.  Εκείνος τον κοίταξε φοβισμένος  αλλά υπακούοντας πήδηξε πάνω στη ράχη του ταράνδου, ο οποίος  αφού περπάτησε μερικά μέτρα, σηκώθηκε προς τα πάνω.
Πετούσαν, πετούσαν στον ουρανό, ανάμεσα στα σύννεφα και πιο κοντά στα αστέρια. Ο Τζάκης ήταν συνεπαρμένος.   Είχε γαντζωθεί στη ράχη του ταράνδου και έβλεπε προς τα κάτω το χωριό και το δάσος που φαινόταν όλο και πιο μικρά. Τώρα πια δεν ζήλευε τις πάπιες που πετούσαν, δεν ζήλευε κανένα πουλί. Πετούσε, ήταν ψηλά. Έμοιαζε με όνειρο, γιατί ποιος θα περίμενε να δει στον ουρανό έναν τάρανδο με έναν καλικάντζαρο, μα ήταν αλήθεια!!!
Ο τάρανδος προσγειώθηκε ομαλά στο έδαφος. Με ένα κούνημα της πλάτης ώθησε το Τζάκη προς τα κάτω. Μα που ήταν;  Γύρω πολλά σπιτάκια, όμορφα στολισμένα. Μικρά ανθρωπάκια πηγαινοερχόταν χαρούμενα. Μια γλυκιά μουσική ακουγόταν λες και ερχόταν από τον ουρανό. «Τι μαγικό μέρος! Πόσο ευτυχισμένοι είναι όσοι ζουν εδώ!» σκέφτηκε ο Τζάκη. Μαγεμένος όπως ήταν δεν πρόσεξε τον ψηλό, στρουμπουλό άντρα που βγήκε από το μεγάλο σπίτι.
«Καλώς μας ήρθες Τζάκη» τον άκουσε να λέει και γύρισε απότομα. Μα ποιος ήξερε το όνομά του; 
«Άγιε Βασίλη, εσύ; Μα που είμαι;» είπε, έτοιμος να σωριαστεί.
«Είσαι στο χωριό του Αη – Βασίλη. Εδώ που είναι η θέση σου».
Τι εννοούσε ο Άγιος Βασίλης;  Τον κοίταξε απορημένος.
«Θέλεις να ζήσεις εδώ, μαζί μας;» ρώτησε καλοσυνάτα ο Άγιος Βασίλης.
«Μα εγώ είμαι ένας καλικάντζαρος, πως μπορώ να ζήσω εδώ;»
«Κι όμως με τις πράξεις σου έχεις αποδείξει ότι περισσότερο σε ενδιαφέρει να φροντίζεις τους ανθρώπους παρά να τους πειράζεις με σκανδαλιές. Έτσι δεν είναι;»
«Ε, μπορεί, ίσως, ναι. Θέλω να φροντίζω τους ανθρώπους γιατί τους αγαπώ κι ας με κοροϊδεύουν οι υπόλοιποι καλικάντζαροι. Όπως θέλω να φροντίζω και τα ζώα. Και ναι, αν γίνεται θέλω να μείνω εδώ, αλλά τι θα κάνω;» είπε δειλά ο Τζάκης.
«Θα γίνεις βοηθός μου! Το αξίζεις. Είδες ότι και οι άνθρωποι και τα ζώα νιώθουν όμορφα μαζί σου. Εσύ νόμισε ότι περνάς απαρατήρητος αλλά αυτά έβλεπαν πιο βαθιά, την ψυχή σου. Εδώ θα μπορείς να τα φροντίζεις χωρίς το φόβο να σε κοροϊδέψει κάποιος».
Ο Τζάκης έγινε ο πιο ευτυχισμένος καλικάντζαρος – ξωτικό. Αυτή η ευτυχία του ξεχειλίζει και δίνεται ως αγάπη και φροντίδα προς όλους!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου