#jsddm { margin: 0; padding: 15px; z-index:1000000000; position:relative; } #jsddm li { float: left; list-style: none; font: 12px Tahoma, Arial; } #jsddm li a { display: block; white-space: nowrap; margin:1px 3px; border: 1px solid #AAAAAA; background: #440909; background: -webkit-gradient(linear, left top, left bottom, from(#F75A5A), to(#440909)); background: -moz-linear-gradient(top, #F75A5A, #440909); padding: 5px 10px; -webkit-border-radius: 5px; -moz-border-radius: 5px; border-radius: 5px; text-shadow: #ffffff 0 1px 0; color: #F1B6B6; font-size: 15px; font-family: Helvetica, Arial, Sans-Serif; text-decoration: none; vertical-align: middle; } #jsddm li a:hover { background: #861717; } #jsddm li ul { margin: 0; padding: 0; position: absolute; visibility: hidden; border-top: 1px solid white; } #jsddm li ul li { float: none; display: inline; } #jsddm li ul li a { width: auto; background: #863D3D; } #jsddm li ul li a:hover { background: #863D3D;

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019


  
Ιστορίες για μεγάλους!


    Δύο μέρες  το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Ο κυρ Νικόλας είχε έγνοια τα ζωντανά του, ήταν οι μέρες που γεννούσαν και φοβόταν μην πεθάνουν από το κρύο τα μωρά αλλά και οι μάνες.
Ξεκίνησε πρωί - πρωί την παραμονή των Χριστουγέννων να πάει στη μάντρα του. Η γυναίκα του τον παρακαλούσε να μη φύγει από το σπίτι γιατί είχε βήχα τις τελευταίες μέρες. Του έλεγε να μείνει, να ακούσει τα εγγόνια τους, που θα έρθουν να πουν τα κάλαντα.
«Μέχρι το σούρουπο, που θα βγουν για τα κάλαντα, θα έχω γυρίσει» της απάντησε και προχώρησε προς την πόρτα της αυλής.
Με δυσκολία ανέβηκε το δρόμο που βγαίνει από το χωριό. Όλα ήταν σκεπασμένα από πυκνό χιόνι.
Κανένας δεν κυκλοφορούσε στα σοκάκια. Τα τελευταία χρόνια είναι πιο «κλειστοί» οι άνθρωποι.  Που τον καιρό που ήταν πιο νέος, όλο το χωριό, τέτοια μέρα, από τα ξημερώματα ξεσηκωνόταν. Τραγούδια, γέλια, ο ένας βοηθούσε τον άλλο στις δουλειές και μετά γλεντούσαν όλοι μαζί.
 Μόνο από το φούρνο «έβγαιναν» εξαίσιες μυρωδιές μελομακάρονου και κουραμπιέ. «Ωραία μυρίζουν αλλά τόσο καλά όσο της κυράς μου αποκλείεται να είναι, εκείνα και μόνο που τα βλέπεις χορταίνεις», σκεπτόταν.
Προχωρούσε σιγοτραγουδώντας και κάθε τόσο τιναζόταν να φύγει το χιόνι από πάνω του. Φτάνοντας στη μάντρα παρακάλαγε να είναι καλά τα ζώα του. Ο Μούργος, το σκυλί του δεν ακούστηκε να γαβγίζει ή να έρθει σιμά του και αυτό τον ανησύχησε. Κανένα από τα ζώα δεν ήταν στον περίβολο της μάντρας και μέσα ήταν μόνο δυο γριές προβατίνες μισοφαγωμένες από σκυλιά ή λύκους.

Δάκρυσε που τις είδε, κοντοστάθηκε, αναστέναξε και βγήκε βιαστικά. Έπρεπε να βρει τα υπόλοιπα ζώα, όσα τουλάχιστον είναι ακόμα ζωντανά. Δεν υπάρχει αμφιβολία, την προηγούμενη νύχτα κάποιο κοπάδι λύκων ή αδέσποτων σκυλιών είχε κάνει έφοδο στη μάντρα.
Δεν ήξερε από που να πάει. Σημάδια δεν υπήρχαν. Το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα είχε σβήσει κάθε ίχνος. Τράβηξε προς τα κει που συνήθως τα πάει για βοσκή, αν και κυνηγώντάς τα, θα κατευθύνθηκαν όπου μπορούσε το καθένα.
Ήταν σίγουρος ότι το κοπάδι του ξεκληρίστηκε. Οι πιο πολλές προβατίνες αλλά και οι κατσίκες του ήταν ετοιμόγεννες. Δεν μπορούσαν να τρέξουν, να προφυλαχτούν.
Για αρκετές ώρες περπατούσε χωρίς αποτέλεσμα πάνω στο βουνό. Ούτε ένα δείγμα από τα ζωντανά του, το σκύλο ή τα αγρίμια που τους επιτεθήκανε. Λες και άνοιξε η γης και τα ρούφηξε όλα.
Είχε κουραστεί, το περπάτημά του βάρυνε από την ταλαιπωρία, το χιόνι και τη στεναχώρια. Από μακριά δεν ξεχώριζε πια. Είχε κολλήσει χιόνι παντού πάνω του, στα μαλλιά, στα γένια, στα ρούχα. Με κάθε βήμα χωνόταν μέχρι τα γόνατα. Τα μονοπάτια δεν διακρινόταν και έτσι όπως ήταν κατάλευκα όλα, δεν ήξερε που βρισκόταν.
Απογοητευμένος εντελώς από τις άκαρπες προσπάθειες κάθισε σ’ ένα βράχο. Ένιωθε ότι δεν έχει δύναμη να κουνηθεί πια. Έκλεισε τα μάτια και σκεπτόταν το ζεστό σπιτικό του, τη γυναίκα του να σερβίρει νόστιμα φαγητά, τα παιδιά του, και αυτόν με τα εγγόνια γύρω από το τζάκι να του λένε τα κάλαντα.
Οι σταγόνες που έτρεξαν από τα μάτια του πάγωσαν μονομιάς από το κρύο.
Η κυρά Δέσποινα την περισσότερη ώρα της ημέρας την «έφαγε» πλάι στο παράθυρο που βλέπει προς το βουνό. Κοιτούσε κάθε τόσο να δει αν κατηφόριζε ο άντρας της. Δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί με τίποτα σήμερα. Ακόμη και τα παιδιά, που ερχόταν να της πουν τα κάλαντα δεν τα άκουγε. Βιαστικά τους έδινε λίγα χρήματα και ένα γλυκό και γύριζε πάλι τη ματιά της προς τα πάνω.
Όλη μέρα έλεγε από μέσα της προσευχές, παρακαλούσε την Παναγία να τους βοηθήσει να είναι όλοι καλά. Να βοηθήσει τον άντρα της να γυρίσει γερός πίσω.
Η ώρα περνούσε και η ανησυχία της μεγάλωνε. Νωρίς το απόγευμα ήρθε η κόρη της να τη βοηθήσει με τα φαγητά, που θα ετοίμαζαν για το βράδυ. Μόλις την είδε κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει. Η ανησυχία της μάνας μεταδόθηκε και στην κόρη. Ειδοποίησε αμέσως τον άντρα της και τον αδελφό της.
Σε λίγα λεπτά όλο το χωριό μαζεύτηκε γύρω από το σπίτι του κυρ Νικόλα. Ήταν αγαπητός σε όλους και κανένας δεν ήθελε να πάθει κάτι, και κυρίως τέτοια χρονιάρα μέρα.
Όσοι φακοί και φανάρια υπήρχαν στο χωριό μαζεύτηκαν και όλοι οι άντρες κίνησαν να ψάξουν. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και η Πυροσβεστική.
Το χιόνι είχε σταματήσει αλλά οι δρόμοι ήταν δύσβατοι. Παρ’ όλα αυτά η Πυροσβεστική προσπαθούσε να ανοίξει το δρόμο και το τζιπ της Αστυνομίας και τα αγροτικά φορτηγάκια γεμάτα με κόσμο έφτασαν έως τους πρόποδες του βουνού.
Εκεί χωρίστηκαν σε ομάδες και καθόρισαν την πορεία που θα ακολουθούσαν.
Στο χωριό όλες οι γυναίκες και τα παιδιά είχαν μαζευτεί στο σπίτι της κυρά Δέσποινας. Προσπαθούσαν να της δώσουν κουράγιο. Για να περάσει η ώρα ξεκίνησαν να φτιάχνουν χριστόψωμα.
Τα παιδιά ήταν μαζεμένα δίπλα στο τζάκι και άκουγαν ιστορίες από μια γριά, που μέχρι τώρα ελάχιστα έβγαινε από το σπίτι της, μάλιστα τα παιδιά τη φοβόταν και θεωρούσαν ότι ήταν μάγισσα. Μόλις έμαθε για την εξαφάνιση του Νικόλα, ήταν πρώτος της ξάδελφος, έτρεξε κι αυτή να συμπαρασταθεί και να βοηθήσει όπου και όπως μπορεί.

Είχε νυχτώσει για τα καλά μα καμιά ομάδα δεν είχε βρει κάποιο στοιχείο , που θα οδηγούσε στην εύρεση του κυρ Νικόλα.
Αφού είχαν «οργώσει» σχεδόν, όλο το βουνό, όλες οι ομάδες μαζεύτηκαν λίγο πριν την κορυφή.
Η απογοήτευση ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία, ο Νικόλας ψάχνοντας για τα ζώα του έπεσε σε χαράδρα ή πάγωσε και τον σκέπασε το χιόνι.
Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Σιωπηλοί κοιτούσαν ο ένας τον άλλο.
Η βραδιά είχε γλυκάνει, ο ουρανός καθάρισε και το φως των αστεριών έκανε το χιόνι αστραφτερό.
Μια περίεργη γαλήνη είχε απλωθεί γύρω. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το βέλασμα ενός νεογέννητου ζώου.
Παραξενεμένοι, προσπάθησαν να εντοπίσουν από που έρχεται η φωνή. Όλοι μαζί, σαν μαγνητισμένοι προχώρησαν προς την κορυφή του βουνού. Ανάμεσα σε χιονισμένα βράχια και κλαδιά θεόρατων δέντρων είδαν μια λάμψη. Την ακολούθησαν και τους οδήγησε σε μια σπηλιά, που κανένας τους, τόσα χρόνια δεν ήξερε την ύπαρξή της.
Στο βάθος της σπηλιάς άναβε μια τεράστια φωτιά και γύρω από αυτήν καθόταν ο κυρ Νικόλας και περιποιόταν τις πληγές του τραυματισμένου του σκυλιού, ένα παιδάκι γύρω στα 12 και τα ζώα του Νικόλα, γεννημένα τα περισσότερα, με τα μικρά τους.
Η εικόνα ήταν μαγική! Ο Νικόλας τους κοίταξε χαμογελαστός και η λάμψη της φωτιάς τον έκανε γλυκό και φωτεινό, σαν άγιο.
«Πρώτη φορά, μετά από χρόνια, βλέπω όλους τους άντρες του χωριού μαζί και αυτό το κάνατε για μένα;», τους είπε και τους φίλησε έναν – έναν.
Τους εξήγησε ότι τον έσωσε ο Αντρέας, το μικρό παιδί, που ερχόταν στο χωριό τους να βρει δουλειά μια και δεν είχε κανένα να τον φροντίζει. Τον οδήγησε στη σπηλιά που πριν είχε οδηγήσει με τη βοήθεια του Μούργου το κοπάδι.
Αφού έσβησαν τη φωτιά και έκλεισαν καλά την είσοδο της σπηλιάς για να μη κινδυνεύσουν τα ζώα ξεκίνησαν για το χωριό. Το Μούργο τον μετέφεραν σε ένα αυτοσχέδιο φορείο.
Η κυρά Δέσποινα ήταν η πρώτη που είδε τα φώτα από το τζιπ της αστυνομίας να κατεβαίνει από το βουνό και πίσω τα υπόλοιπα.
Έτρεξε έξω από το σπίτι βιαστικά. Έκλαιγε από τη χαρά της όταν είδε τον άντρα της να βγαίνει από το αυτοκίνητο.
Το τι ακολούθησε εκείνη τη νύχτα δεν περιγράφεται. Όλες οι γυναίκες έφεραν από το σπίτι τους ό,τι είχαν ετοιμάσει για το γιορτινό βράδυ και στήθηκε ένα τραπέζι με κάθε λογής καλά.
Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα για όλους, ακόμη και για το Μούργο, που ως ήρωα τον είχαν πλάι στο τζάκι και τον τάιζαν τα καλύτερα μεζεδάκια.
Ο Αντρέας έμεινε με το Νικόλα και τη Δέσποινα και τον μεγάλωσαν σα δικό τους παιδί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου