#jsddm { margin: 0; padding: 15px; z-index:1000000000; position:relative; } #jsddm li { float: left; list-style: none; font: 12px Tahoma, Arial; } #jsddm li a { display: block; white-space: nowrap; margin:1px 3px; border: 1px solid #AAAAAA; background: #440909; background: -webkit-gradient(linear, left top, left bottom, from(#F75A5A), to(#440909)); background: -moz-linear-gradient(top, #F75A5A, #440909); padding: 5px 10px; -webkit-border-radius: 5px; -moz-border-radius: 5px; border-radius: 5px; text-shadow: #ffffff 0 1px 0; color: #F1B6B6; font-size: 15px; font-family: Helvetica, Arial, Sans-Serif; text-decoration: none; vertical-align: middle; } #jsddm li a:hover { background: #861717; } #jsddm li ul { margin: 0; padding: 0; position: absolute; visibility: hidden; border-top: 1px solid white; } #jsddm li ul li { float: none; display: inline; } #jsddm li ul li a { width: auto; background: #863D3D; } #jsddm li ul li a:hover { background: #863D3D;

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019


Ιστορίες για μεγάλους!

Εμείς θα μείνουμε εδώ…

   Ήταν πρώτη φορά που ο Γιώργης βιαζόταν να κλείσει το καφενείο. Συνήθως κρατούσε τους πελάτες ως αργά με ιστορίες, κεράσματα κι άλλα σκαρφίσματα. Η κυρά του η Μάρθα βοηθάει τη νύφη τους στο εργαστήρι παρασκευής γλυκών κι αυτήν την περίοδο που είναι γιορτές, τις πιάνουν τα μεσάνυχτα. Τι να κάνει, λοιπόν, μοναχός του στο σπίτι;
Σήμερα, όμως, ήταν διαφορετικά. Είχε κανονίσει με τον μεγάλο του εγγονό, το Γιώργο, να αδειάσουν τους τοίχους γιατί την επομένη θα ερχόταν μπογιατζής να φρεσκάρει το μαγαζί. Ήθελε η καινούργια χρονιά να το βρει πεντακάθαρο!
Λίγο πριν φύγουν οι τελευταίοι πελάτες, εμφανίστηκε ο Γιώργος, συνεπής όπως πάντα. Ήταν λεβεντόπαιδο, αγνός, προκομμένος και καταδεκτικός με όλους. Είναι μόλις 25 χρονών κι έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακά στη Γερμανία και τη στρατιωτική του θητεία.
   Καλησπέρισε ευγενικά, έκανε μια αγκαλιά τον παππού, όπως συνήθιζε από παιδάκι κι άρχισε να περιεργάζεται τους τοίχους. Απόρησε που ο παππούς του ζήτησε τη βοήθειά του. Πέντε – έξι κορνίζες κρεμόταν μόνο στους τοίχους του καφενείου και μια βιτρίνα με τα γλυκά του εργαστηρίου. Όχι ότι δεν ήθελε να είναι με τον παππού, από μικρός αναζητούσε τη συντροφιά του γιατί του άρεσε η ζωή στο καφενείο, οι βόλτες που έκαναν μαζί αλλά κυρίως οι ιστορίες του. Κανένας δεν διηγείται τόσο καλά όσο ο παππούς του. Πλησίασε μία από τις φωτογραφίες. Ήταν ένα πλοίο γεμάτο κόσμο, «Βασίλισσα Φρειδερίκη» έγραφε στην πλώρη. Η διπλανή φωτογραφία ήταν, μάλλον, διαφήμιση της  «Εθνικής Ελληνικής Γραμμής Αμερικής Α.Ε.» και αναφερόταν στα ταξίδια προς Καναδά και Αμερική το 1960 με το υπερωκεάνιο Βασίλισσα Φρειδερίκη. Πιο πέρα η κορνίζα είχε δύο φωτογραφίες, στη μία ήταν πέντε νεαροί αγκαλιά δίπλα από ένα τρένο και στην άλλη οι τέσσερις από αυτούς τους νεαρούς μπροστά από το καφενείο.

Στον απέναντι τοίχο ήταν μία φωτογραφία από το γάμο του παππού, μία με όλη την οικογένεια, την οποία την ανανεώνει συχνά, όσο μεγαλώνουν τα εγγόνια και τέλος μια πανοραμική της πλατείας, όπου δεσπόζει το καφενείο.
Σε λίγα λεπτά είχε ξεκρεμάσει τις φωτογραφίες και τις είχε ακουμπήσει σε ένα κεντρικό τραπέζι. Απομάκρυνε και τα ακριανά τραπεζοκαθίσματα για να μη λερωθούν αλλά να έχει και χώρο ο μπογιατζής. Ο παππούς του, αφού μάζεψε τα ποτηράκια της ρακής από το τραπεζάκι που μόλις άδειασε, κάθισε σε μια καρέκλα και έπιασε τη φωτογραφία με το πλοίο.
«Το βλέπεις αυτό;» είπε στον εγγονό του και του τράβηξε την πλαϊνή καρέκλα να καθίσει. «Για πάνω από ένα μήνα μας είχε στην κοιλιά του και μας ταλάνιζε». Ο Γιώργος τον κοίταξε απορημένος. «Παππού έχεις ταξιδέψει με το Φρειδερίκη; Πρώτη φορά το ακούω. Πότε, που πήγες;»
«Είναι τα χρόνια που δε θέλω να θυμάμαι, γι’ αυτό και δε διηγούμαι ιστορίες από όσα μου συνέβησαν τότε αλλά δε θέλω και να τα ξεχνώ. Γι’ αυτό όσες ανακαινίσεις κι να έκανα στο μαγαζί δεν έβγαλα από τον τοίχο αυτές τις φωτογραφίες. Μόνο κορνίζες άλλαζα ανάλογα με την όλη διακόσμηση. Να, βλέπεις τον κόσμο πάνω στο πλοίο; Ένας από αυτούς είμαι κι εγώ. Κάποια φορά πήρα ένα μεγεθυντικό φακό και έψαξα και με βρήκα, κάπου εδώ στο κέντρο της πλώρης, δίπλα στη σημαία. Κι από κάτω μάνες, γυναίκες, παιδιά να κουνούν τα μαντήλια του αποχωρισμού.
   Ήταν το 1960, μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος - καλή ώρα σαν εσένα - και έψαχνα να δω τι θα κάνω. Στα χωράφια του πατέρα μου δεν ήθελα να πάω αλλά ούτε να γίνω γραφιάς, όπως ήθελε η συχωρεμένη η μάνα μου. Τότε έριξε την ιδέα ο Φώτης να πάμε στην Αμερική. Το συζητούσαμε για μέρες και το αποφασίσαμε. Αυτός είχε ένα ξάδελφο στην Αθήνα, του έστειλε γράμμα να ψάξει για τις λεπτομέρειες του ταξιδιού και μέσα σ’ ένα μήνα μας απάντησε ότι όλα είναι εντάξει και μας περιμένει. Εν τω μεταξύ κάναμε ό,τι μεροκάματα βρίσκαμε για να συγκεντρώσουμε τα χρήματα για το εισιτήριο προς τον Πειραιά, για την Αμερική και τα πρώτα έξοδα. Μου δώσε κι η μάνα μου μια χρυσή λίρα, που τη φύλαγε από το γάμο της και κινήσαμε. Η πρώτη ταλαιπωρία ήταν μέχρι τον Πειραιά. Κρύο, ο αέρας λυσσομανούσε και το καραβάκι το έπαιζαν τα κύματα σαν καρυδότσουφλο. Δεν προλάβαμε να συνέρθουμε και μπαρκάραμε στο Φρειδερίκη. Κόσμος πολύς, όλοι κυνηγούσανε το όνειρο.  Εμείς ακόμη δεν έχω καταλάβει τι κυνηγούσαμε; Την περιπέτεια, χρήματα, αλλιώτικη ζωή; Πριν χρόνια συναντηθήκαμε με το Φώτη. Ήρθε από την Αμερική να πει ένα τελευταίο γεια στα πάτρια εδάφη και αναπολήσαμε εκείνα τα χρόνια. Κανείς μας δεν ήξερε πως το αποφασίσαμε. Πάντως εκείνος φάνηκε να με ζηλεύει που είμαι εδώ. Τέλος πάντων. Μας στοιβάξανε, λοιπόν, σαν τα πρόβατα. Δώσαμε κάμποσα λεφτά για το εισιτήριο αλλά δεν ήταν αρκετά για να έχουμε μια καλή θέση. Σε κάτι κουκέτες ήμασταν εμείς και τα μπογαλάκια μας, χωρίς πολύ χώρο, μαζί γυναίκες κι άντρες, η καθαριότητα ανύπαρκτη, το νερό λιγοστό, η εμετίλα  κυριαρχούσε παντού και τα κλάματα μωρών. Απ’ ότι μας είπαν μαζί μας ταξίδευαν και αρκετά μωρά, ορφανά που τα έστελναν για υιοθεσία στην Αμερική.
Αφού παίξαμε τη ζωή μας αρκετές φορές κορώνα – γράμματα μέσα στο πολυτελέστατο πλοίο, όπως το διαφημίζανε, αντικρίσαμε το άγαλμα της ελευθερίας. Κάθε φορά που φτάνω στη Νάξο κι ανοίγει η μπουκαπόρτα θωρώ την Πορτάρα μας και θυμούμαι εκείνη την καταραμένη μέρα στη Νέα Υόρκη.
Μας τσουβαλιάσανε όλους μόλις κατεβήκαμε από το καράβι και μας περάσανε υγειονομικό έλεγχο, για να μην τους μολύνουμε με τις αρρώστιες που κουβαλούσαμε. Τι όνειρο; Τον χειρότερο εφιάλτη ζήσαμε από τότε. Μόνο τη χώρα της επαγγελίας δε συναντήσαμε.  Όλοι μας έβλεπαν σαν βρωμιάρηδες κι εχθρούς.  Μας εκμεταλλεύονταν ακόμη κι οι δικοί μας. Και τη λίρα της μάνας μου που τη φύλαγα σα φυλακτό για ώρα ανάγκης, μου στήσανε μπλόκο κάτι Ιταλοί και μου τη βουτήξανε.
     Ο ξάδελφος του Φώτη είχε έρθει σε επαφή με έναν γνωστό του για να μας βοηθήσει. Μας πήγε να μείνουμε με άλλους εφτά σ’ ένα καμαράκι χωρίς κρεβάτια, σε χιλιοτρυπημένα στρώματα κοιμόμασταν και από φαί τρώγαμε από το εστιατόριο που πιατοπλύναμε το βράδυ. Το πρωί δουλεύαμε σε εργοστάσιο με μισθό πείνας και το βράδυ σε ένα ελληνικό εστιατόριο. Οι ώρες ξεκούρασης ήταν ελάχιστες, συνήθως μέσα στο λεωφορείο που μας πηγαινόφερνε στο εργοστάσιο. Πολλές φορές κουβεντιάσαμε το γυρισμό αλλά όλοι ντρεπόμαστε να γυρίσουμε άπραγοι, αποτυχημένοι. Όταν είδα κάποια νύχτα που επέστρεφα στο καμαράκι μου από το εστιατόριο να μπουζουριάζουν οι αστυνόμοι έναν ταλαίπωρο με το αιτιολογικό ότι ήταν Έλληνας πήρα την απόφαση να φύγω. Δούλεψα σκληρά για δύο χρόνια, μέρα – νύχτα και δεν ξόδευα ούτε για φαί. Μάζεψα κάποια λεφτά και ετοιμάστηκα για την επιστροφή. Δεν με ένοιαζε τι θα πουν στο νησί, δεν άντεχα να πεθάνω σ’ αυτή τη χώρα. Η μόνη πολυτέλεια που έκανα στον εαυτό μου ήταν ένα κοστούμι κι ένα εισιτήριο για να γυρίζω στην Ελλάδα.
Τη δεύτερη μέρα που ήμουν στην Αθήνα βγαίνοντας από την τράπεζα, είχα πάει να καταθέσω όσα είχα μαζέψει αυτά τα χρόνια – είχα ράψει ένα πουγκί στη φανέλα μου και τα φύλαγα – συναντώ το Γιάννο, συμμαθητή μου από το σχολείο. Τον ξέρεις, έχει ένα ψαράδικο στην αγορά.  Πήγαμε να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε. Είχε έρθει στην Αθήνα για να ταξιδέψει ως μετανάστης στη Γερμανία. Είχε, ήδη, κανονιστεί από γραφείο το ταξίδι, το σπίτι που θα μένει, η εργασία του. Καλές συνθήκες και καλός μισθός. Με παρότρυνε να πάω μαζί του. Ήταν πειστικός και φαινόταν όλα καλά οργανωμένα αλλά ήμουν διστακτικός μετά από όσα πέρασα. Με διαβεβαίωσε ότι οι Γερμανοί είναι πιο ευγενικοί απέναντι στους Έλληνες γιατί νιώθουν τύψεις για όσα πάθαμε εξαιτίας τους την Κατοχή. Πες – πες με έπεισε – από μικρός ήταν σαν ρήτορας ο Γιάννος. Σκέφτηκα ότι αν μαζέψω κι άλλα λεφτά θα μπορώ να κάνω κάτι δικό μου στο νησί.
Το γραφείο ανέλαβε να τακτοποιήσει όλες τις διαδικασίες, διαβατήριο γιατί αυτό που είχα δεν τους έκανε, εισιτήρια κι ό,τι άλλο χρειαζόταν για το πολυπόθητο ταξίδι.
Με λεωφορεία μας μετέφεραν στην Πάτρα και με τον «Κολοκοτρώνη» - δεν βρήκα φωτογραφία του να την κορνιζάρω – ταξιδέψαμε για την Ιταλία. Η σκηνή πάλι ίδια. Κόσμος στον προβλήτα, κλάματα, ελπίδες, μπαγκάζια, όλα  ανακατωμένα. Το ταξίδι δύσκολο αλλά τουλάχιστον μικρό. Με το που κατεβήκαμε, τσούρμο ολόκληρο, άντρες, γυναίκες και λίγα παιδιά, μας φορτώσανε σαν τα εμπορεύματα σε τρένα και μας πήγανε στο Μόναχο. Εκεί έγινε στο ξεσκαρτάρισμα. Τις γυναίκες τις στείλανε στις κλωστοϋφαντουργίες,  τους άντρες τους πιο δυνατούς στα ορυχεία και στο σιδηρόδρομο, τους πιο λεπτεπίλεπτους στα εργοστάσια και κάποιους τους έκριναν ακατάλληλους και τους γύρισαν πίσω. Εμένα και το Γιάννο μαζί με τρία παλικάρια που γνωρίσαμε στο πλοίο, μας έστειλαν στους σιδηροδρόμους. Σκληρή δουλειά και επικίνδυνη και τα λεφτά καμία σχέση με τις υποσχέσεις του γραφείου. Και για το σπίτι δε σου συζητώ, έξι μικρά δωμάτια με τέσσερα κρεβάτια κουκέτες το καθένα, με κοινό μπάνιο και κουζίνα. Στο κάθε δωμάτιο χώραγε εκτός από τις κουκέτες ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες. Τρώγαμε εναλλάξ. Η ντουλάπα ήταν πολυτέλεια, τα λιγοστά μας ρούχα τα είχαμε στουμπωμένα κάτω από τις κουκέτες. Όσο για τους Γερμανούς, η συμπεριφορά τους μόνο συγχώρεση προς εμάς για τα βασανιστήρια της Κατοχής δεν έδειχνε. Όχι ότι δεν υπήρχαν και εξαιρέσεις αλλά οι περισσότεροι μας φώναζαν γκασταρμπάιτερ και  μας φερόταν σαν σε δούλους. Ακόμη βουίζει  στα αυτιά μου αυτή η λέξη που με τη βαριά τους προφορά είναι σαν να λένε εκτέλεση. Κακό χρόνο να ‘χουνε. Μη νομίζεις ότι και τώρα έχουν αλλάξει συμπεριφορά. Μου έλεγε τις προάλλες ο δάσκαλος που έχουμε, πως είχε πάει πριν να έρθει εδώ στη Γερμανία για τρία χρόνια. Ο ρατσισμός είναι στο αίμα τους, τον ένιωθε ακόμη κι από τα παιδιά. Τόσο πωρωμένοι είναι. Είπαμε όχι όλοι, μην τους βάζουμε στο ίδιο σακί όλους. Για παράδειγμα ο άντρας της Ρίκας, που έρχονται εδώ δίπλα κάθε καλοκαίρι, φαίνεται καλός. Αν δεν ζήσεις βέβαια κάποιον δεν ξέρεις και παίζει ρόλο που έχει παντρευτεί Ελληνίδα και του μαθαίνει τα δικά μας χούγια.
Πολλή δουλειά και λιγοστός ύπνος. Δεν περνούσαμε καλά αλλά τι να πεις, σε ποιον να παραπονεθείς;  Στα γράμματα που έστελνα στη μάνα  και την αδελφή μου όλα ωραία τα παρουσίαζα. Γιατί να τις πικράνω; Τους έστελνα πότε – πότε ένα δέμα για να νιώθουν κι εκείνες ότι δεν τις ξεχνώ.
    Οι παρέες μας ήταν οι κάτοικοι της αυλής. Έλληνες όλοι εκτός από ένα δωμάτιο που έμεναν Τούρκοι. Στην αρχή ήμασταν επιφυλακτικοί κι εμείς κι εκείνοι αλλά με τον καιρό δέσαμε. Δεν καταλαβαινόμαστε βέβαια αλλά μια χαρά επικοινωνούσαμε. Κάθε Κυριακή που δεν δουλεύαμε μαγειρεύαμε όλοι μαζί και τρώγαμε στην αυλή όταν ήταν καλός ο καιρός, που σπάνια ήταν. Αλλιώς το μοιράζαμε κι έτρωγε ο καθένας στο δωματιάκι του.
Νοσταλγούσα το νησί μου, τη θάλασσα, τους δικούς μου. Ευτυχώς είχα το Γιάννο και τα άλλα τρία παιδιά, που ήταν από την Πάρο και σχεδιάζαμε την επιστροφή, τα γλέντια που θα κάνουμε στο γάμο του Φώτη, ήταν ένας από την παρέα που ήρθε στη Γερμανία για να μαζέψει λεφτά να τελειώσει το σπίτι και να παντρευτεί τη Μαριώ. Μεγάλος έρωτας από το Δημοτικό. Όταν την πρωτοείδε, με τα κοτσιδάκια και την μπλε ποδιά είπε στη μάνα του ότι αυτή θα παντρευτεί.
Ο Φώτης ήταν η αιτία που πήραμε την απόφαση να φύγουμε από αυτά τα καταραμένα χώματα, που με τόσο αίμα και ιδρώτα Ελλήνων  είναι ποτισμένα. Γερό παλικάρι, δουλευταράς δεν ήξερε τι θα πει διάλειμμα ούτε ξεκούραση. Δούλευε και τις Κυριακές για να μαζέψει πιο γρήγορα τα λεφτά που χρειαζόταν. Μια τέτοια Κυριακή, από την ασυνεννοησία κάποιων ανεγκέφαλων, τον είχαν και περνούσε καλώδια σε γραμμή που ήταν σε λειτουργία. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το σώμα του Φώτη σφαγιάστηκε από ένα τρένο, που έχοντας αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα  συνέχισε ατάραχο διαμελίζοντας ακόμη περισσότερο τον άτυχο φίλο μας.
Και οι τέσσερις, μαζέψαμε άρον – άρον τα πενιχρά υπάρχοντα, τη θλίψη και τον πόνο μας  και συνοδέψαμε ό,τι απόμεινε από τον Φώτη στην Πάρο.
   Αμέσως μετά την κηδεία ο Γιάννος κι εγώ ήρθαμε στη Νάξο και ορκιστήκαμε ότι θα κάνουμε τα αδύνατα – δυνατά να τα καταφέρουμε στον τόπο μας.
Με τόσες ώρες δουλειά και τέτοιες συνθήκες που είχα και στους δυο τόπους που πήγα, παλάτια θα είχα κάμει εδώ. Πάντα αγνοούμε τις ευκαιρίες που είναι μπροστά μας και νομίζουμε ότι στα μακρινά θα βρούμε τον Παράδεισο. Κι αν δεν τον βρούμε από ντροπή μη θεωρηθούμε αποτυχημένοι προτιμούμε να ζούμε μίζερα και μακριά απ’ ότι αγαπάμε. Μας λείπει η τόλμη, η αποφασιστικότητα και η δύναμη να αλλάξουμε αυτό τον τόπο. Γιατί αν προσπαθήσουμε όλοι μαζί μπορούμε να τον κάνουμε παράδεισο. Το δικό του παράδεισο ο καθένας.
   Εγώ τον έφτιαξα. Με τη γιαγιά σου, που κι εγώ την αγαπούσα από τα μικρά μας, κάτσαμε και κουβεντιάσαμε τι θέλουμε. Εμένα που με αρέσει η επαφή με τους ανθρώπους μου ταίριαξε το καφενείο και έβγαλε και ακόμη βγάζει καλά λεφτά. Η γιαγιά σου, ως καλή μαγείρισσα και πιο επιχειρηματικό μυαλό ήθελε να αξιοποιήσει τα φρούτα των περιβολιών μας. Και τα κατάφερε μια χαρά με το εργαστήρι. Δώσαμε ικανοποίηση και στους γονείς μας που συνεχίσαμε να φροντίζουμε τη γη μας. Το ίδιο και η μάνα σου. Ξέρεις τη χαρά έχει δώσει στη γιαγιά σου, που είναι μαζί της στο εργαστήρι. Βλέπεις πόσο αγαπημένες είναι; Καμιά σχέση με τις ιστορίες που λένε για νύφη και πεθερά.  Είμαστε ευτυχισμένοι με όσα φτιάξαμε κι έχουμε κι εσάς να συμπληρώνετε αυτή την ευτυχία».
Τα μάτια του Γιώργη ήταν δακρυσμένα και ολοκόκκινα. Να γιατί δεν είχε πει ποτέ αυτή την ιστορία, σκέφτηκε ο εγγονός του. Πάντα έλεγε ιστορίες εύθυμες, με ωραίο τέλος. Αυτή του είχε σημαδέψει τη ψυχή. Αλλά γιατί του είπε σήμερα αυτή την ιστορία; Γιατί άραγε αποφάσισε να βάψει τους τοίχους τώρα αφού όλο το καφενείο το είχε ανακαινίσει την Άνοιξη και μάλιστα ζήτησε τη βοήθεια του στα χρώματα, στη διακόσμηση, στο διάλεγμα των τραπεζιών και των καθισμάτων. Προβληματισμένος ο Γιώργος φίλησε τον παππού του και τράβηξε για το σπίτι του.
   Την επομένη έφυγε για την Αθήνα και μόλις επέστρεψε, επισκέφτηκε τον παππού του. Ήταν μεσημέρι, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήξερε ότι δεν είχε πολύ κόσμο εκείνη την ώρα και τα τέσσερα άτομα που ήταν, φρόντισε ο Γιώργης να τα ξεφορτωθεί, τάζοντας τους κέρασμα για το απόγευμα.
    Κάθισαν στο ίδιο τραπεζάκι, όπως πριν τρεις μέρες. Ο Γιώργος έπιασε τα χέρια του παππού του και άρχισε να του λέει κάτι που ήταν ήδη γνωστό στο Γιώργη. Το ένστικτο του και ένα γράμμα που είχε πάρει από λάθος - μια κι είχε το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον εγγονό του – από μια εταιρεία στη Γερμανία τον είχαν βεβαιώσει ότι ετοιμαζόταν να φύγει.
«Παππού, μια μεγάλη σιδηροδρομική εταιρεία, μου ζήτησε να εργαστώ για αυτήν με καλές αποδοχές και καλές συνθήκες. Δε σου κρύβω ότι πείστηκα, βλέποντας τη χαμηλή ζήτηση που υπάρχει στη χώρα μας και τις εκεί προοπτικές, μάλιστα είχα ξεκινήσει να ετοιμάζω τα διαδικαστικά. Η συζήτηση μαζί σου με έκανε να σκεφτώ και να το ψάξω ακόμη πιο πολύ. Αναζήτησα άτομα που εργάζονται στη συγκεκριμένη εταιρεία για να μάθω πόσο ευχαριστημένα είναι, έψαξα τιμές στα σπίτια, συνθήκες ζωής, και άλλες λεπτομέρειες που είχα παραβλέψει μέσα στον ενθουσιασμό μου. Πρέπει να σου πω ότι δεν είναι άσχημα αλλά δεν είναι κι αυτό που ονειρεύομαι. Θέλω να μοιραστώ την απόφαση μου μαζί σου και να ακούσω την άποψη σου γιατί σχετίζεται και με σένα.
    Κι εμένα παππού μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο και κυρίως η συντροφιά η δική σου. Με θέλεις να εργαστώ μαζί σου εδώ; Και σκεφτόμουν επίσης, να εργαστώ και με τη γιαγιά και τη μαμά. Να αναπτύξουμε ακόμη περισσότερο τη βιοτεχνία, να εισάγουμε και άλλα τοπικά προϊόντα, να τα προωθήσουμε και έξω από το νησί, να προσλάβουμε κι άλλο προσωπικό…»
    Τα μάτια του Γιώργη ήταν ξανά δακρυσμένα και κόκκινα. Όχι, όμως για τον ίδιο λόγο. Τώρα δεν έχει στο νου του το άσχημο παρελθόν αλλά ετοιμάζει το όμορφο μέλλον.
 Αγκάλιασε σφικτά τον εγγονό του, κοίταξε τις φωτογραφίες που είχαν κρεμαστεί ξανά στον τοίχο και σκέφτηκε «Δε θα μου το πάρετε το παιδί μου, το κέρδισε ο τόπος μας».
Αυτή η αγκαλιά κι ένα φιλί του παππού στον εγγονό επισφράγισαν τη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ τους. Η καινούργια χρονιά θα μπει με άλλες προοπτικές…
                                                                                                               Κ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου